εκφοιτώ

εκφοιτώ
ἐκφοιτῶ (-άω), ιων. τ. ἐκφοιτέω (Α)
1. βγαίνω συνεχώς, συνηθίζω να βγαίνω έξω
2. γεν. βγαίνω έξω, εξέρχομαι
3. τελειώνω τις σπουδές μου, αποφοιτώ
4. (για πράγμ.) κοινολογούμαι, διαδίδομαι
5. καταντώ, καταλήγω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προεκφοιτώ — άω, Α 1. βγαίνω έξω από το σπίτι συχνά προηγουμένως 2. διαδίδομαι, γνωστοποιούμαι προηγουμένως 3. ξεπερνώ τα όρια, υπερβαίνω το μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκφοιτῶ «βγαίνω έξω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκφοιτώ — άω, Α συχνάζω σε ένα μέρος μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκφοιτῶ «βγαίνω συνεχώς έξω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”